- καθαριστής
- ο , καθαρίστρια η1) чистильщи|к, -ца; 2) уборщи! к, -ца; 3) фильтр;
καθαριστής αέρος — воздушный фильтр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθαριστής αέρος — воздушный фильтр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
καθαριστής — tree pruner masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριστής — ο, θηλ. καθαρίστρια (Α καθαριστής) [καθαρίζω] νεοελλ. αυτός που καθαρίζει, που φροντίζει για το καθάρισμα σπιτιού, γραφείου κ.λπ. αρχ. αυτός που κλαδεύει τα δέντρα … Dictionary of Greek
καθαριστής — ο θηλ. καθαρίστρια αυτός που καθαρίζει, αυτός που φροντίζει για τον καθαρισμό: Δε μ αρέσει να είμαι ο καθαριστής του σπιτιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καθαρισταῖς — καθαριστής tree pruner masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαρισταί — καθαριστής tree pruner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καθαριστάς — καθαριστά̱ς , καθαριστής tree pruner masc acc pl καθαριστά̱ς , καθαριστής tree pruner masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ιματιοπλύτης — ἱματιοπλύτης, ὁ (Α) πλύστης, καθαριστής ιματίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πλύτης (< πλύνω)] … Dictionary of Greek
καπνοδοχοκαθαριστής — ὁ ο καθαριστής τών καπνοδόχων από την καπνιά που επικάθεται στα εσωτερικά τους τοιχώματα … Dictionary of Greek
κηλιδοκαθαριστής — ο, θηλ. κηλιδοκαθαρίστρια ο καθαριστής κηλίδων … Dictionary of Greek
υποδηματοκαθαριστής — ο, Ν 1. ο εργαζόμενος σε υποδηματοκαθαριστήριο 2. στιλβωτής υποδημάτων, λούστρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπόδημα, υποδήματος + καθαριστής. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ψιλάγναφος — ὁ, Α πιθ. καθαριστής ταπήτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψιλαί (περσικαί) «περσικοί τάπητες» + γναφος (< γνάπτω «κατεργάζομαι δέρματα», κατ επίδραση τού κνάφος), πρβλ. πρωτό γναφος] … Dictionary of Greek